- μαχίζομαι
- (→διαμαχίζομαι,,)
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
μαχίζομαι — (Μ) 1. δίνω μάχη, πολεμώ, έρχομαι σε σύγκρουση ή ρήξη με κάποιον («ἐκ τὰ ρηγάτα τῆς Φραγκιᾱς... κανεὶς δὲν ἀποκότησεν νὰ μαχιστεῑ τὴν Ρώμην», Χρον. Τόκκων) 2. μαλώνω 3. κρατώ κακία 4. εχθρεύομαι, είμαι εχθρός με κάποιον 5. μτφ. αγωνίζομαι («μόνον … Dictionary of Greek
μαχισμός — ο [μαχίζομαι] (φιλοσ.) υποκειμενική ιδεαλιστική τάση τής φιλοσοφίας η οποία ανήκει στο ρεύμα τού εμπειριοκριτισμού … Dictionary of Greek
μαχιστής — μαχιστής, ὁ (Μ) [μαχίζομαι] 1. μαχητής, πολεμιστής 2. φιλόνικος, εριστικός … Dictionary of Greek